- ὑποβιβασμόν
- ὑποβιβασμόςa carrying off downwardsmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποβιβασμός — ο / ὑποβιβασμός, ΝΜΑ [υποβιβάζω] νεοελλ. μσν. η τοποθέτηση σε κατώτερη μοίρα («ἀφῑκται εἰς ὑποβιβασμὸν καὶ ταπείνωσιν», Κύριλλ.) νεοελλ. 1. (σχετικά με πρόσ.) υποβάθμιση στην ιεραρχία, στο αξίωμα («το αδίκημά του επισύρει υποβιβασμό ή απόλυση») 2 … Dictionary of Greek